πετρελαιοκινητήρας

πετρελαιοκινητήρας
ο, Ν
ο κινητήρας ντήζελ, μηχανή εσωτερικής καύσης υψηλού λόγου συμπίεσης, χάρη στον οποίο επιτυγχάνεται η αυτοανάφλεξη τού καύσιμου μίγματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μανιβέλα — και μαναβέλα, η 1. μοχλός με τον οποίο περιστρέφεται χειροκίνητο σύσκευο ή μηχάνημα ή με τη βοήθεια τού οποίου τίθεται σε λειτουργία ένας βενζινοκινητήρας ή πετρελαιοκινητήρας 2. ξύλο, κοντάρι πάνω στους ώμους δύο ανθρώπων που στέκονται… …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιομηχανή — η, Ν ο πετρελαιοκινητήρας ντήζελ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”